μηδείς

μηδείς
μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας)
(αόρ. αντων.)
1. ούτε ένας, κανένας
2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς τον Κροίσο) λόγω τών μεταβολών τής τύχης κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα είναι ευτυχισμένος ώς τον θάνατό του
β) «μηδεὶς ἀγεωμέτρητος εἰσέτω» — φράση τών Πυθαγορείων, γραμμένη και στο υπέρθυρο τής Πλατωνικής Ακαδημίας, με την οποία απαγόρευαν την είσοδο στους μη μυημένους
γ) «μηδενὶ δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῑν μῡθον ἀκούσῃς» — δεν πρέπει να εκφέρεις απόφαση πριν ακούσεις και τις δύο απόψεις
3. (γνωμ.) «μηδὲν ἄγαν»
(δελφικό απόφθεγμα) απόφευγε τις υπερβολές
αρχ.
μηδαμινός, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + εἷς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μηδείς — not one masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μηδεμία — μηδείς not one fem nom/voc sg μηδεμίᾱ , μηδείς not one fem nom/voc/acc dual μηδείς not one neut nom/voc/acc pl μηδεμίᾱ , μηδείς not one fem nom/voc/acc dual μηδεμίᾱ , μηδείς not one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμίαν — μηδείς not one fem acc sg μηδεμίᾱν , μηδείς not one fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδένα — μηδείς not one masc/fem acc sg μηδείς not one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηθένα — μηδείς not one masc/fem acc sg μηδείς not one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιᾶς — μηδείς not one fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιᾷ — μηδείς not one fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιῆς — μηδείς not one fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιῇ — μηδείς not one fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”